ξυλοσκίστης

ξυλοσκίστης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξυλοσκίστης" в других словарях:

  • ξυλοσκίστης — ο βλ. ξυλοσχίστης …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσκίστης — ο 1. αυτός που σκίζει ξύλα. 2. μτφ., άνθρωπος ανάξιος για σοβαρά έργα, ανίκανος, αδέξιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»